- ῥύμβος
- ῥόμβοςbull-roarermasc nom sgῥύμβοςbull-roarermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρύμβος — ο / ῥύμβος, ΝΑ βλ. ρόμβος … Dictionary of Greek
ρόμβος — ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α 1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες 2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών 3. λόγια ονομασία τής σβούρας 4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη… … Dictionary of Greek
ρομβίον — και ῥυμβίον, τὸ, Α [ῥόμβος / ῥύμβος] μικρός ρόμβος … Dictionary of Greek
ρομβώ — (I) και ῥυμβῶ, έω, Α [ῥόμβος / ῥύμβος] περιστρέφω. (II) όω, Α [ῥόμβος] δίνω σε κάτι το σχήμα ρόμβου … Dictionary of Greek
ροφώ — ῥοφῶ, άω και έω, ΝΜΑ, και ρουφῶ Ν και ῥοφῶ και ῥοφάνω και ῥυφάνω και ῥυμφάνω και ιων. τ. ῥυφῶ, έω, Α 1. καταπίνω υγρό με βαθιά εισπνοή, με θορυβώδη τρόπο, με λαιμαργία (α. «μη ρουφάς έτσι τον καφέ» β. «τὴν φακῆν ῥοφήσομαι», Αριστοφ.) 2. αδειάζω… … Dictionary of Greek
ρυμβών — όνος, ἡ, Α (για ερπετό) κυκλοτερής κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόμβος / ῥύμβος + επίθημα ών, όνος (πρβλ. ἀγκ ών)] … Dictionary of Greek
ῥύμβε — ῥόμβος bull roarer masc voc sg ῥύμβος bull roarer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύμβον — ῥόμβος bull roarer masc acc sg ῥύμβος bull roarer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύμβωι — ῥύμβῳ , ῥόμβος bull roarer masc dat sg ῥύμβῳ , ῥύμβος bull roarer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύμβων — ῥόμβος bull roarer masc gen pl ῥύμβος bull roarer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)